Εις βάρος του παιδιού το σ.ν. της «συνεπιμέλειας»! Ευρωβουλευτές ζητούν παρέμβαση της Επιτρόπου Ισότητας της Ε.Ε. – Ξεφεύγει το θέμα

Η Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ  Έλενα Κουντουρά, εισηγήτρια της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον «Αντίκτυπο της Ενδοοικογενειακής Βίας στις Γυναίκες και τα Παιδιά και τα Δικαιώματα Επιμέλειας»  και ο επικεφαλής της Ευρωομάδας, Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρμόδιος για την Ισότητα των Φύλων και τη Διαφορετικότητα, Δημήτρης Παπαδημούλης, απέστειλαν επιστολή στην Επίτροπο Ισότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  Έλενα Ντάλι, στην οποία καλούν την Επίτροπο να παρέμβει σχετικά με τις αλλαγές που επιδιώκει η κυβέρνηση στο Οικογενειακό Δίκαιο –και ειδικότερα με την συνεπιμέλεια-, καθώς παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σειρά διεθνών συμβάσεων.

Καθίσταται δηλαδή σαφές ότι ακόμη και αν η κυβέρνηση ψηφίσει το παρόν νομοσχέδιο, θα γίνουν αμέσως προσφυγές στο ΣΤΕ και στις Ευρωπαϊκές δομές δικαίου αλλά και ήδη από ότι βλέπουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού με την πρεμούρα της η κυβέρνηση να περάσει τον παρόντα νόμο έχει κάνει οφθαλμοφανή λάθη, που την εκθέτουν όχι απλά στα μάτια του συνόλου του ελληνικού λαού, αλλά και στην όποια αντιπολιτευτική διάθεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η οποία άργησε μεν, άρχισε να σκάβει δε, για να βρει τα αίτια της βιασύνης της κυβέρνησης. Μην ξεχνούμε ότι το νομοσχέδιο δεν είναι παιδοκεντρικό αλλά “μπαμπαδοκεντρικό”, στις εντυπώσεις όμως μόνο, αφήνοντας ανέγγιχτα τεράστια άλλα θέματα, όπως αυτά της απαίτησης των γυναικών πάνω στην περιουσία των ανδρών, επειδή και μόνο υπήρξαν σύζυγοί τους, πράγμα που έχει αποτελέσει εδώ και πολλά χρόνια αιτία αμέτρητων δικαστηρίων, στα οποία οι πρώην σύζυγοι, ζητούσαν από τους άντρες τους “αποζημιώσεις” επειδή υπήρξαν σύντροφοί τους. Με το τεράστιο αυτό θέμα, δεν ασχολήθηκε κανείς ακόμη.

Μεταξύ άλλων στην επιστολή τους οι Ευρωβουλευτές σημειώνουν πως:

  • Αλλοιώνεται ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού οικογενειακού δικαίου, με το άρθρο 5 του προωθούμενου νομοσχεδίου της συνεπιμέλειας καθώς και με πληθώρα άλλων διατάξεων.
  • Το «βέλτιστο συμφέρον του παιδιού», το οποίο προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, υπονομεύεται. Αντιθέτως δίνεται προτεραιότητα στα συμφέροντα συγκεκριμένων κατηγοριών γονέων.
  • Αλλάζει η αντιμετώπιση απέναντι στο παιδία, το οποίο, με βάση το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας, θα λογίζεται ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονικών δικαιωμάτων και όχι ως πραγματικός κάτοχος του δικαιώματος, όπως προκύπτει από την πλειονότητα των άρθρων του.
  • Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να κρίνεται το  συμφέρον του παιδιού κατά περίπτωση διότι κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή. Άλλωστε ο νόμος οφείλει να παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να επιλέξει την καταλληλότερη διευθέτηση γονικής μέριμνας, κάτι που υπάρχει καταφανώς σε  κοινοτική οδηγία του 2012, η οποία έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον νόμο 4478/2017 για την προστασία κάθε παιδιού-θύματος. Παρομοίως σε αυτή την κατεύθυνση βοηθούν διάφορα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
  • Από το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας προκύπτουν διακρίσεις! Το ίδιο το νομοσχέδιο παραβιάζει την αρχή της Ισότητας και την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
  • Κατά αυτόν τον τρόπο τα παιδιά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εκείνα που δικαιούνται ακρόαση από το Δικαστή και εκείνα που θα ζήσουν τον αποκλεισμό, επειδή, σύμφωνα με το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας, θα λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού μόνο σε περίπτωση που φτάσει στο δικαστήριο η υπόθεση και μόνο εφόσον η γνώμη του «κρίνεται από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί  προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής».
  • Επιπροσθέτως κρίνεται ως επικίνδυνη η διάταξη, από την οποία προκύπτει «αμετάκλητη καταδίκη» για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε περιπτώσεις γονικής επιμέλειας. Είναι πρέπον να παρθεί πίσω, καθότι παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων. Πανθομολουμένως απαιτούνται περισσότερα από οκτώ χρόνια για αμετάκλητη καταδίκη, επιτρέποντας στους κακοποιητικούς γονείς να συνεχίσουν την  κακοποιητική τους  δραστηριότητα πάνω απέναντι σε πρώην συντρόφους ή παιδιά, πάνω στην βάση της αξίωσής τους ως γονέων για την φροντίδα και επικοινωνία με το παιδί. 
  • Το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας φέρνει τροποποιήσεις στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα, οι οποίες είναι άκρως αντίθετες προς το πνεύμα και το γράμμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, την οποία έχει κυρώσει η Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια, εντούτοις δεν έχει προχωρήσει σε εφαρμογή της πλειοψηφίας των διατάξεών της στην πράξη.
  • Το νομοσχέδιο της  κυβέρνησης  θα εκθέσει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε μεγαλύτερο κίνδυνο, παρεμποδίζοντας σε μέγιστο βαθμό την πρόσβασή τους στην Δικαιοσύνη.
  • Η προωθούμενη από την κυβέρνηση νομοθετική ρύθμιση ενδοοικογενειακής βίας είναι αντίθετη με το περιεχόμενο της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφορικά με τον αντίκτυπο της ενδοοικογενειακής βίας και τα δικαιώματα γονικής επιμέλειας. Στην Έκθεση δεσπόζει η θέση πως η άσκηση των δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θα θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.
  • Λαμβάνοντας υπόψη τις παραβιάσεις των διεθνών συμβάσεων που προκύπτουν από το νομοσχέδιο, δεδομένου ότι κινείται στην  αντίθετη  κατεύθυνση από αυτήν την Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενδοοικογενειακή βία και τα δικαιώματα επιμέλειας, οι Ευρωβουλευτές ζητούν από την Επίτροπο να τοποθετηθεί σχετικά με το αν η ελληνική νομοθετική πρωτοβουλία βρίσκεται σε αρμονία με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ, την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το κείμενο της επιστολής :

«Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2021

Αγαπητή Επίτροπε Ντάλι,

Θα θέλαμε να επισημάνουμε την έντονη ανησυχία μας σχετικά με την πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου», το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις που παραβιάζουν τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης αλλάζει και αλλοιώνει τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του Ελληνικού Οικογενειακού Δικαίου, καθώς στο προτεινόμενο νέο άρθρο 1511 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα (άρθρο 5 του παρόντος νομοσχεδίου), αντί να αναφέρεται στο παιδί και το συμφέρον του, αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στους γονείς, τις προσδοκίες τους, τις επιθυμίες και τις σχέσεις τους, οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποτελούν κριτήριο και καθοδηγητική αρχή που οι Έλληνες δικαστές πρέπει να ακολουθήσουν και να λάβουν υπόψη, ως το υποτιθέμενο «συμφέρον του παιδιού».

Το νομοσχέδιο αγνοεί ότι «το συμφέρον του παιδιού» δεν είναι μια αόριστη ή γενική έννοια, αλλά, αντίθετα, είναι συγκεκριμένη για κάθε παιδί, που ανατρέφεται από συγκεκριμένους γονείς με συγκεκριμένους χαρακτήρες και συγκεκριμένες προσωπικότητες. Υπό αυτήν την έννοια, ο νόμος πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να επιλέξει την καταλληλότερη διευθέτηση γονικής μέριμνας, συγκεκριμένα για κάθε παιδί σε κάθε υπόθεση. Αυτό υπαγορεύεται επίσης ξεκάθαρα από το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/29/ΕΕ (που έχει μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία με τον νόμο 4478/2017) για την προστασία κάθε παιδιού-θύματος,  καθώς και από διάφορα άρθρα της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

 Ωστόσο, πολλές από τις προτεινόμενες διατάξεις δεν υπηρετούν το πραγματικό συμφέρον του κάθε παιδιού ξεχωριστά, αλλά τα συμφέροντα συγκεκριμένων κατηγοριών γονέων.

Το παιδί προσεγγίζεται, στην πλειονότητα των άρθρων του νομοσχεδίου, ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονικών δικαιωμάτων και όχι ως πραγματικός κάτοχος του δικαιώματος, ενώ είναι προφανές ότι, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των θυμάτων συγκρούονται με την αξίωση του δράστη για τα γονικά του δικαιώματα και τελικά παραβιάζονται.

 Το νομοσχέδιο εισάγει μια πληθώρα εξωδικαστικών διαδικασιών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το δικαστήριο, όμως η γνώμη του παιδιού προβλέπεται να ζητηθεί μόνο εάν η υπόθεση φτάσει στο δικαστήριο και, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, υπαγορεύεται να ληφθεί υπόψη μόνο “… εάν η γνώμη του παιδιού κρίνεται από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί  προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”.

 Η προσθήκη αυτή, εκτός από προσβλητική τόσο για τα παιδιά όσο και για τους δικαστές, είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, επειδή χωρίζει τα παιδιά σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που δικαιούνται ακρόαση απ’ τον Δικαστή και σ’ εκείνα  που αποκλείονται.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αντί να θέσει σε δημόσια διαβούλευση το Σχέδιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής – την οποία είχε διορίσει και αποτελείτο από έγκριτους καθηγητές, δικηγόρους και εμπειρογνώμονες, προτείνοντας προοδευτικές τροποποιήσεις που δεν αλλοίωναν τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του Ελληνικού Οικογενειακού Δικαίου και διατηρώντας και προστατεύοντας το συμφέρον του παιδιού-, αποφάσισε να το αντικαταστήσει με ένα κείμενο που είναι νομικά προβληματικό και άγνωστης προέλευσης, και το οποίο αγνοεί ή διαστρεβλώνει τις προτεινόμενες ρυθμίσεις της εν λόγω Επιτροπής.

Οι τροποποιήσεις που θα επιφέρει στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα, εάν εγκριθεί το νομοσχέδιο, θα είναι αντίθετες προς το πνεύμα και το γράμμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Παρόλο που  η Ελλάδα έχει κυρώσει τη Σύμβαση εδώ και τρία χρόνια, δεν έχει κατορθώσει να εφαρμόσει τις περισσότερες από τις διατάξεις της στην πράξη.

Επιπλέον, αντί να στοχεύει να ενσωματώσει τις διατάξεις της Σύμβασης στο νόμο, τουλάχιστον τα Άρθρα 26, 31, 45, 48 και 56 της Σύμβασης, ή να επιδιώξει να διορθώσει τις υπάρχουσες παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του Νόμου 4640/2019 που παραβιάζουν το Άρθρο 48, παράγραφο 1 της Σύμβασης, ώστε να ενισχύσει την προστασία των θυμάτων, η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης θα εκθέσει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας (μητέρες και παιδιά) σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν στον οποίο ήδη βρίσκονται και θα παρεμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβασή τους στην Δικαιοσύνη, και επομένως τη δυνατότητά τους να προστατευτούν απ’ την ενδοοικογενειακή βία.

Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προετοιμάζει επί του παρόντος μια πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας,  και της ενδοοικογενειακής βίας ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεξεργάζεται μια έκθεση πρωτοβουλίας σχετικά με τον αντίκτυπο της ενδοσυντροφικής βίας και των δικαιωμάτων επιμέλειας στις γυναίκες και τα παιδιά, από κοινού από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και την Ισότητα των Φύλων (FEMM) και την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων (JURI).

Το κοινό σχέδιο έκθεσης περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις και συστάσεις για τα αναγκαία μέτρα, ώστε  να διασφαλιστεί ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.

Δυστυχώς, η ενδοσυντροφική βία δεν λαμβάνει την απαραίτητη προσοχή από τα δικαστικά συστήματα και τις αρχές  των κρατών μελών της ΕΕ σε υποθέσεις που αφορούν δικαιώματα επιμέλειας. Στην πραγματικότητα, μόνο μια μειονότητα των κρατών μελών της ΕΕ έχει συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις που θεωρούν τη βίαιη συμπεριφορά ενός γονέα ως καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων για θέματα γονικής μέριμνας.

Σε αυτό το πνεύμα, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, όταν μάλιστα  είναι γνωστό ότι μπορεί να χρειαστούν περισσότερα από οκτώ χρόνια για να καταδικαστεί ένας δράστης, και ακόμη περισσότερο, όταν αυτή η απόφαση δεν οδηγεί απαραίτητα στη διακοπή της επαφής παιδιού-δράστη, αλλά μπορεί απλά να οδηγήσει σε «περιορισμό της επικοινωνίας».

Πρόκειται για μια επικίνδυνη διάταξη που πρέπει να απορριφθεί καθώς επιτρέπει στον κακοποιητικό γονέα να συνεχίσει την κακοποιητική του δραστηριότητα εναντίον του/της πρώην συντρόφου ή του παιδιού του/της, στη βάση αποκλειστικά της αξίωσής  του/της για «φροντίδα» ή «επικοινωνία» με το παιδί.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να εφαρμόζονται αποτελεσματικά μέτρα νομικής προστασίας για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας καθ ‘όλη τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, ειδικά σε κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, όπου τα Άρθρα  51-53 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και τα Άρθρα 19, 20 και 22-24 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ εξακολουθούν να είναι ανενεργά.

 Είναι επομένως απαράδεκτο τα  υφιστάμενα μέτρα προστασίας να περιορίζονται  από την άσκηση των γονικών δικαιωμάτων ή από το λεγόμενο σύνδρομο γονικής αποξένωσης ή από παρόμοιες έννοιες και όρους στα οποία γίνεται επίκληση για την άρνηση της επιμέλειας του παιδιού στη μητέρα και την παραχώρησή της σε έναν πατέρα που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία, με τρόπο που αγνοεί εντελώς τους πιθανούς κινδύνους για το κακοποιημένο παιδί και γονέα.

 Τα δικαιώματα ή οι αξιώσεις των δραστών ή των φερόμενων δραστών κατά τη διάρκεια και μετά από δικαστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της περιουσίας, της ιδιωτικής ζωής, της επιμέλειας των παιδιών, της πρόσβασης, της επαφής και της επίσκεψης, θα πρέπει να καθορίζονται με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών στη ζωή και τη  σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική ακεραιότητα, και να διέπονται από την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.

Τέλος, το νομοσχέδιο έχει επικριθεί έντονα τόσο για τη νομική του ποιότητα όσο και για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, από επιστημονικούς φορείς όπως η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου, η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδας, από έγκριτους καθηγητές Νομικών Σχολών με επιστημονικό αντικείμενο το Οικογενειακό Δίκαιο, από φορείς Δικηγόρων, Κοινωνικών Λειτουργών και Ψυχολόγων, ενώ απορρίπτεται απ’ όλες τις γυναικείες οργανώσεις καθώς και από τις ΜΚΟ που υποστηρίζουν κακοποιημένες γυναίκες στην Ελλάδα.

Με βάση τα ανωτέρω και με την πεποίθηση ότι το νομοσχέδιο κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν την Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σας καλούμε να πάρετε ξεκάθαρη θέση εάν αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ, τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Με εκτίμηση,

Έλενα Κουντουρά

Δημήτρης Παπαδημούλης»